διαμφισβητοῦμαι

διαμφισβητοῦμαι
διαμφισβητέω
dispute
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
διαμφισβητέω
dispute
pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαφωνώ — ( έω) (ΑΝ) 1. μουσ. κάνω παραφωνία, φαλτσάρω 2. αντιτίθεμαι, διχογνωμώ αρχ. 1. δεν συμφωνώ καθόλου («διαφωνεῑ τι τῶν χρημάτων» υπάρχει διαφορά στους λογαριασμούς, Πολύβ.) 2. χάνομαι, πεθαίνω («οὐ μέντοι διαπεφώνηκεν οὐδείς» Αγαθαρχίδης στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”